- ξεγάντζωμα
- το, -ατοςτο αποτέλεσμα του ξεγαντζώνω, το βγάλσιμο από το γάντζο, αλλ. ξεκοτσάρισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεγάντζωμα — το αφαίρεση γάντζου ή απαλλαγή από γάντζο … Dictionary of Greek
εξαγκίστρωση — η απαλλαγή από το αγκίστρι, απαγκίστρωση, ξεγάντζωμα … Dictionary of Greek
ξαγκίστρωμα — το [ξαγκιστρώνω] 1. η απαλλαγή από το άγκιστρο, απαγκίστρωση 2. (σχετικά με άγκυρα) ανάσπαση, ξεγάντζωμα 3. μτφ. το να γλιτώνει, να ξεφεύγει κάποιος από δύσκολη περίσταση … Dictionary of Greek